- επαναρρήγνυμι
- ἐπαναρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι]διαρρηγνύω εκ νέου, σχίζω και ανοίγω («τὸ τραῡμα ἐπαναρρήξας ἀπέθανεν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναρραγῆναι — ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor inf pass (ionic) ἐπαναρρᾱγῆναι , ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor inf pass (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναρρήγνυται — ἐπαναρρήγνυμι tear open again pres ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανερρήγνυτο — ἐπαναρρήγνυμι tear open again imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναρρήξας — ἐπαναρρήξᾱς , ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)